υπόλειμμα

υπόλειμμα
το / ὑπόλειμμα, -είμματος, ΝΜΑ [ὑπολείπω]
καθετί που μένει ως υπόλοιπο, απομεινάρι (α. «έφαγε ό,τι υπόλειμμα φαγητού βρήκε» β. «ὑπολείμματα πολλὰ ὑγρότητος γονίμου», Θεόφρ.)
νεοελλ.
1. (γεωπ.) η ποσότητα φυτοφαρμάκων που παραμένει μέσα στους ιστούς ενός φυτού ή στην επιφάνειά τους, μετά από ορισμένο χρονικό διάστημα ή κατά τη συγκομιδή
2. φρ. «υπολείμματα καλλιέργειας» — φυτά ή τμήματα φυτών που μένουν στον αγρό μετά τη συγκομιδή.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ὑπόλειμμα — remnant neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υπόλειμμα — το, ατος μικρό ή ασήμαντο υπόλοιπο, απομεινάρι, κατάλοιπο, ρέστο: Τα υπολείμματα του στρατού που διαλύθηκε …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μελάσα — Υπόλειμμα της βιομηχανίας παρασκευής ζάχαρης. Περιέχει περίπου 40 50% ζάχαρη και άλλες ουσίες, διαφορετικής φύσης. Το αρχικό υγρό εκχύλισμα συμπυκνώνεται διαδοχικά και βαθμιαία σε κενό αέρος και με κατάλληλο τρόπο, μέσω του οποίου το προϊόν (η… …   Dictionary of Greek

  • ὑπολειμμάτων — ὑπόλειμμα remnant neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπολείμμασι — ὑπόλειμμα remnant neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπολείμματα — ὑπόλειμμα remnant neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπολείμματι — ὑπόλειμμα remnant neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπολείμματος — ὑπόλειμμα remnant neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ανάλυση — Η διάλυση μιας σύνθετης ουσίας στα συστατικά της· το λιώσιμο μιας ουσίας· η διαίρεση του λόγουσε στοιχεία και η εύρεση της μεταξύ τους σχέσης· λεπτομερειακή έκθεση των στοιχείων μιας θεωρίας ή ενός φιλοσοφικού συστήματος· η μελέτη των στοιχείων… …   Dictionary of Greek

  • απόσταξη — Εργασία με την οποία μείγμα δύο ή περισσότερων υγρών διαχωρίζεται άμεσα στα συστατικά του, ή ένα υγρό καθαρίζεται από τις ξένες προσμείξεις, αφού υποβληθεί σε εξάτμιση και διαδοχική συμπύκνωση των παραγόμενων ατμών. Αν θερμάνουμε ένα μείγμα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”